- ευαγγελιολύτης
- εύαγγελιολύτης, ὁ (Μ)αυτός που καταστρέφει το Ευαγγέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγέλιο + -λύτης (< λύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνευαγγελιολυτώ — έω, Μ είμαι μαζί με άλλους αρνητής τού Ευαγγελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐαγγελιολύτης*] … Dictionary of Greek